- διαφυλαχθεῖσα
- διαφυλάσσωwatch closelyaor part pass fem nom/voc sgδιαφυλάσσωwatch closelyaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαφυλαχθείσας — διαφυλαχθείσᾱς , διαφυλάσσω watch closely aor part pass fem acc pl διαφυλαχθείσᾱς , διαφυλάσσω watch closely aor part pass fem gen sg (doric aeolic) διαφυλαχθείσᾱς , διαφυλάσσω watch closely aor part pass fem acc pl διαφυλαχθείσᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι … Dictionary of Greek